- πανηγυρικοῦ
- πανηγυρικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
υπομνημάτιση — η ο υπομνηματισμός, η σύνταξη ερμηνευτικών σημειώσεων, ο σχολιασμός: Η υπομνημάτιση του «Πανηγυρικού» του Ισοκράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АРХИЕРЕЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — [греч. ἀρχιερατικὴ λειτουργία, лат. liturgia pontificalis], в визант. обряде богослужение, совершаемое архиереем (лицом в епископском сане). По апостольскому церковному устройству епископ является главой своей церковной области, символизируя… … Православная энциклопедия
ВСТРЕЧА АРХИЕРЕЯ — чин торжественной встречи епископа при его входе в храм для совершения службы, составляющий особенность архиерейского богослужения. Обычно В. а. называют не только непосредственно встречу епископа духовенством, но также чин совершения архиереем… … Православная энциклопедия